Τα παιδιά φωνάζουν: "Κοίτα μαμά, έχει τεράστιο κήπο! Και κυδωνιές! Και μηλιές! Και μπορούμε να τρέχουμε όλη μέρα και να παίζουμε μπάλα και κυνηγητό και κρυφτό! Και να μείνουμε για πάντα εδώ. Έλα, μαμά, σε παρακαλούμε! Να μείνουμε για πάντα εδώ...". Κι εσύ θέλεις να μείνεις για πάντα εδώ. Να χαζεύεις από το υπνοδωμάτιο την απέραντη θέα με το τζάκι αναμμένο και την τηλεόραση κλειστή.
Να ξαπλώνεις την κούρασή σου σε υπέρδιπλα κρεβάτια , να τη "βουτάς" στο τζακούζι, να την "πετάς" στους αναπαυτικούς καναπέδες με τα μεταξωτά ριχτάρια και τις μεγάλες μαξιλάρες και να σκέφτεσαι ότι κάποιες φορές το μεράκι των ανθρώπων είναι ικανό να ταυτίσει την πολυτέλεια με την απλότητα, το όνειρο με την πραγματικότητα, το άπιαστο με το εφικτό. Η κυρία Μαίρη δεν σε αφήνει. Θέλει να σου δείξει τις ομορφιές του τόπου της, να σε ταξιδέψει εκεί που κανείς δεν γνωρίζει, να κάνει τα παιδιά χαρούμενα, πιο πολύ, όσο δεν μπορείς να φανταστείς.
Πηγαίνετε παρέα για φαγητό στην παραδοσιακή ταβέρνα «Στου Δεκλερή». Γουρουνοπούλες, χειροποίητες πίτες, ψητά-λουκούμια και χύμα κρασί παρελαύνουν από μπροστά σου σ' έναν οργασμό γεύσεων. Τα παιδιά βουτάνε δάχτυλα σε σάλτσες, τσακώνονται για την τελευταία "ωραιότερη τηγανιτή πατάτα που έφαγα ποτέ", θέλουν κι άλλο γεμιστό λουκάνικο, περισσότερα "τέλεια μπιφτεκάκια". Το τζάκι αναμμένο, το ποτό στο υπέροχο "Αλφαβητάριο" επιβεβλημένο, το κορμί ακούραστο, η ματιά γεμάτη. "Να ξυπνήσουμε νωρίς μαμά, γιατί η κυρία Μαίρη μας είπε ότι έχει πρωινό με δικές της μαρμελάδες, δικά της αυγά και δικά της παξιμάδια..."